βλαχοποιμήν

βλαχοποιμήν
ο
σκηνίτης τσοπάνης των βουνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βλάχος + ποιμήν. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Αλέξ. Ρ. Ραγκαβή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”